- προσέξεις
- πρόσεξιςapplicationfem nom/voc pl (attic epic)πρόσεξιςapplicationfem nom/acc pl (attic)προσέχωhold tofut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
τρυπώ — τρυπῶ, άω, ΝΜΑ 1. ανοίγω οπή σε κάτι 2. κεντώ με αιχμηρό όργανο 3. μτφ. (για αίσθημα πόνου) διαπερνώ νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) είμαι μυτερός, μπορώ να τσιμπήσω ή να προκαλέσω πληγή («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις») β) (για πράγμ. και κυρίως… … Dictionary of Greek
αράδα — η 1. γραμμή, σειρά: Τους έβαλαν στην αράδα. 2. σειρά ακολουθίας: Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας (παροιμ. φράση). 3. γραμμή, στίχος έντυπου: Τους υπαγόρεψαν κι έγραψαν δεκαπέντε αράδες κείμενο. 4. κοινωνική θέση: Να τον προσέξεις,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)